Ἀθηναγόρα

Ἀθηναγόρα
Ἀθηναγόρᾱ , Ἀθηναγόρης
masc nom/voc/acc dual
Ἀθηναγόρᾱ , Ἀθηναγόρης
masc voc sg (attic)
Ἀθηναγόρᾱ , Ἀθηναγόρης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀθηναγόρᾳ — Ἀθηναγόρᾱͅ , Ἀθηναγόρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναγόρας — Ἀθηναγόρᾱς , Ἀθηναγόρης masc acc pl Ἀθηναγόρᾱς , Ἀθηναγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναγόραν — Ἀθηναγόρᾱν , Ἀθηναγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

  • οικουμενισμός — Κίνηση στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών που τείνει προς μια κοινή συνεννόηση στο πεδίο της πίστης, της διδασκαλίας και της δογματικής. Η κίνηση αυτή προήλθε από τους προτεστάντες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια διεθνής οργάνωση στις… …   Dictionary of Greek

  • πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… …   Dictionary of Greek

  • σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… …   Dictionary of Greek

  • Βαάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βυζαντινός στρατηγός (7ος αι. μ.Χ.). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών (618) και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε εναντίον των Αράβων. Πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον τους και τελικά… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος Α’ — (Δ. Παπαδόπουλος, Κωνσταντινούπολη 1914 – 1991). Οικουμενικός Πατριάρχης (1972 91). Σπούδασε θεολογία στη Χάλκη και εργάστηκε ως καθηγητής για πολλά χρόνια. Το 1972 εξελέγη μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου, θέση στην οποία παρέμεινε για πέντε… …   Dictionary of Greek

  • Κράτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζωγράφος των αρχαϊκών χρόνων από τη Σικυώνα. Σύμφωνα με τον Αθηναγόρα υπήρξε ο εφευρέτης της γραφικής, δηλαδή του σχεδίου. 2. Ρωμαίος ρητοροδιδάσκαλος, ελληνικής καταγωγής (1ος αι. μ.Χ.). Ως ρήτορας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”